κυβερνήτειρα

κυβερνήτειρα
κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυβερνήτειρα — κῡβερνήτειρα , κυβερνήτειρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) …   Dictionary of Greek

  • κυβερνήτειραν — κῡβερνήτειραν , κυβερνήτειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”